καυτήρ

καυτήρ
καυ-τήρ, ῆρος, ,
A burner, ταύρῳ χαλκέῳ, of Phalaris, Pi.P.1.95.
III = καυτήριον 11, Luc.Pisc.46, Jul.Caes.309c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καυτήρ — burner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρα — καυτήρ burner masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρας — καυτήρ burner masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρες — καυτήρ burner masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρι — καυτήρ burner masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρος — καυτήρ burner masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρσι — καυτήρ burner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτῆρσιν — καυτήρ burner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυτήρων — καυτήρ burner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την καύση στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου κλπ.) με σκοπό την παραγωγή θερμότητας. Η λειτουργία του κ. συνίσταται καταρχήν στην εισαγωγή ενός κατάλληλα προετοιμασμένου καυσίμου σε έναν μικρό ή μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”